εθνοποίηση

εθνοποίηση
η
εθνικοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εθνοποίησις μαρτυρείται από το 1822 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εθνοποίηση — η βλ. εθνικοποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εθνικοποίηση — εθνικοποίηση, η και εθνοποίηση, η 1. το να γίνεται κάτι εθνικό (κρατικό), δηλ. κτήμα του κράτους, η κρατικοποίηση. 2. η μεταβίβαση στο κράτος ή σε συλλογικά όργανά του της ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης ορισμένων μέσων παραγωγής, που ανήκουν σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”